- δευτερολεμβίτης
- οναυτ. ο λεμβίτης που ανήκει στο πλήρωμα τής δεύτερης λέμβου.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. canotiers maiors). Η λ. δευτερολεμβίται μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek